παραδοτέος

παραδοτέος
α, ο[ν] подлежащий выдаче, передаче

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παραδοτέος" в других словарях:

  • παραδοτέος — to be handed down masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοτέος — α, ο / παραδοτέος, α, ον, ΝΑ [παραδίδωμι] αυτός που πρέπει να παραδοθεί σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • παραδοτέος — α, ο αυτός που πρέπει να παραδοθεί: Η σύμβαση ορίζει πως τα εμπορεύματα θα είναι παραδοτέα σε ελληνικό λιμάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδοτέα — παραδοτέος to be handed down neut nom/voc/acc pl παραδοτέᾱ , παραδοτέος to be handed down fem nom/voc/acc dual παραδοτέᾱ , παραδοτέος to be handed down fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοτέον — παραδοτέος to be handed down masc acc sg παραδοτέος to be handed down neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοτέας — παραδοτέᾱς , παραδοτέος to be handed down fem acc pl παραδοτέᾱς , παραδοτέος to be handed down fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»